κουβαλητικός

κουβαλητικός
-ή, -ό [κουβαλητής]
1. σχετικός με τον κουβαλητή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουβαλητικά
η αμοιβή για το κουβάλημα, τα αχθοφορικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”